ἀποθαυμάσει

ἀποθαυμάσει
ἀποθαυμάζω
marvel much at
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποθαυμάζω
marvel much at
fut ind mid 2nd sg
ἀποθαυμάζω
marvel much at
fut ind act 3rd sg
ἀποθαυμάζω
marvel much at
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποθαυμάζω
marvel much at
fut ind mid 2nd sg
ἀποθαυμάζω
marvel much at
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποθαυμάζω — ασα, κοιτάζω κάποιον ή κάτι με μεγάλο θαυμασμό: Από το μέρος εκείνο μπορούσε κανείς ν αποθαυμάσει καλύτερα το υπέροχο τοπίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”